πόματα

πόματα
πόμα
neut nom/voc/acc pl
πόμα
masc/fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πόματ' — πόματα , πόμα neut nom/voc/acc pl πόματα , πόμα masc/fem acc sg πόματι , πόμα dat sg πόματε , πόμα nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Mantle (vesture) — Bishop Mercurius of Zaraisk wearing the episcopal mantle (Saint Nicholas Russian Orthodox Cathedral, New York) …   Wikipedia

  • напоѥниѥ — НАПОѤНИ|Ѥ (8), ˫А с. Действие по гл. напоити: сщ҃еныхъ искуси. алчущихъ кормлѣ. жажущихъ напоѥньѧ. (τὰ πόματα) ПНЧ XIV, 93г; тѧжка˫а в легка вмѣнѧѥть намъ... воды напоѥньѥ ˫ако вина напоѥньѥ. (ἡ ὑδροποσία... οἰνοποσία) ФСт XIV, 43в; Что ради паче …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • προσφέρω — ΝΜΑ, και προσφέρνω Ν, και δωρ. τ. ποτιφέρω Α [φέρω] 1. δίνω κάτι ευγενικά ως δώρο, δωρίζω, χαρίζω (α. «η εταιρεία τού προσέφερε για τις υπηρεσίες του ένα ταξίδι» β. «καὶ δῶρα... χρυσοῡ τε καὶ ἀργύρου προσεφέρετο», Θουκ.) 2. (σχετικά με έδεσμα ή… …   Dictionary of Greek

  • ψυκτικός — ή, ό / ψυκτικός, ή, όν, ΝΑ [ψύχω (II)] αυτός που επιφέρει ή προκαλεί ψύξη (α. «ψυκτικά μηχανήματα» οι κλιματιστικές εγκαταστάσεις β. «πόματα ψυκτικά», Ιπποκρ.) νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο ψυκτικός τεχνίτης ειδικευμένος στην κατασκευή ή την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”